-
1 вставка
1. (деталь) το ένθετο (τεμάχιο/στοιχείο)цилиндрическая - (корпуса корабля) το κυλινδρικό (μέσο ή μεσαίο) τμήμα του πλοίου2. (действие) η ένθεση, η παρεμβολή 3. полигр. η παρεμβολήη προσθήκηη συμπλήρωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вставка